ανενσάρκωτος

ανενσάρκωτος
-η, -ο
1. εκείνος που δεν έχει υποστεί ανενσάρκωση, μετενσάρκωση
2. αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει σάρκα, να πραγματοποιηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”